- οπωριαίος
- ὀπωριαῑος, -αία, -ον (Α)1. φθινοπωρινός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑατα φρούτα, τα οπωρικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek